Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορμή [ɔrˈmi] SUBST θηλ

1. ορμή (φόρα):

ορμή
Schwung αρσ

2. ορμή (ζωτικότητα):

ορμή
Antrieb αρσ

3. ορμή (σφοδρότητα, βιαιότητα):

ορμή
Heftigkeit θηλ

4. ορμή (έμφυτη ροπή):

ορμή
Trieb αρσ
Sexualtrieb αρσ

5. ορμή ΦΥΣ:

ορμή
Impuls αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ορμή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский