Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορμέμφυτο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορμέμφυτο [ɔrˈmɛɱfitɔ] SUBST ουδ

ορμέμφυτο
Instinkt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский