Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ορμητήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ορμητήριο [ɔrmiˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. ορμητήριο ΣΤΡΑΤ:

ορμητήριο
Stützpunkt αρσ

2. ορμητήριο (κίνητρο, ελατήριο):

ορμητήριο
Triebfeder θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский