Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: προσμένω , ορισμός , προορισμένος και καθορισμένος

ορισμός [ɔrizˈmɔs] SUBST αρσ

1. ορισμός (καθορισμός):

Festsetzung θηλ

2. ορισμός (μιας έννοιας):

Definition θηλ

προσμ|ένω <-εινα> [prɔzˈmɛnɔ] VERB μεταβ

1. προσμένω (περιμένω):

2. προσμένω (έχω κάποια προσδοκία):

καθορισμέν|ος <-η, -ο> [kaθɔrizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский