Ελληνικά » Γερμανικά

ορί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɔˈrizɔ] VERB μεταβ

2. ορίζω (σημασία μιας λέξης):

ορίζω

3. ορίζω (εξουσιάζω):

ορίζω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με ορίζω

ορίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский