Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οκτάωρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οκτάωρο [ɔkˈtaɔrɔ], οχτάωρο [ɔxˈtaɔrɔ] SUBST ουδ

1. οκτάωρο (ημερήσιας εργασίας):

οκτάωρο
δουλεύει οκτάωρο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский