Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεμυαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεμυαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ksɛmɲaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. ξεμυαλίζω (ξελογιάζω):

ξεμυαλίζω κάποιον

2. ξεμυαλίζω (αποπλανώ):

ξεμυαλίζω

Παραδειγματικές φράσεις με ξεμυαλίζω

ξεμυαλίζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский