Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεμπερδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεμπερδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ksɛbɛrˈðɛvɔ] VERB μεταβ

1. ξεμπερδεύω (πράγματα μπερδεμένα):

ξεμπερδεύω

2. ξεμπερδεύω μτφ (ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ):

ξεμπερδεύω

II . ξεμπερδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [ksɛbɛrˈðɛvɔ] VERB αμετάβ (απαλλάσσομαι από φασαρίες)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский