Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεμωραίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεμωρ|αίνομαι <-άθηκα, -αμένος> [ksɛmɔˈrɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. ξεμωραίνομαι (γίνομαι ανόητος):

ξεμωραίνομαι

2. ξεμωραίνομαι (γίνομαι σαν μικρό παιδί):

ξεμωραίνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский