Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκόβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ksɛˈkɔvɔ] VERB μεταβ

1. ξεκόβω (αποτρέπω, απομακρύνω):

2. ξεκόβω (λέω απερίφραστα):

ξεκόβω

II . ξεκό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ksɛˈkɔvɔ] VERB αμετάβ

1. ξεκόβω (απομακρύνομαι):

ξεκόβω από

2. ξεκόβω (από κακή συνήθεια):

ξεκόβω από κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με ξεκόβω

ξεκόβω από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский