Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκολλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεκολλ|ώ <-άς, -ησα, -ημένος> [ksɛkɔˈlɔ] VERB μεταβ (αφαιρώ)

ξεκολλώ

II . ξεκολλ|ώ <-άς, -ησα, -ημένος> [ksɛkɔˈlɔ] VERB αμετάβ

ξεκολλώ μτφ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский