Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκινώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεκιν|ώ <-άς, -ησα> [ksɛciˈnɔ] VERB αμετάβ

1. ξεκινώ (για ταξίδι, οδοιπορία):

ξεκινώ

2. ξεκινώ (με όχημα):

ξεκινώ

3. ξεκινώ (αρχίζω):

ξεκινώ

Παραδειγματικές φράσεις με ξεκινώ

ξεκινώ από το μηδέν
ξεκινώ με το δεξί μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский