Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκάρφωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ξεκάρφωτ|ος <-η, -ο> [ksɛˈkarfɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ξεκάρφωτος (τμήμα):

είμαι ξεκάρφωτος

2. ξεκάρφωτος (μέρη ενός όλου: κάσας):

είμαι ξεκάρφωτος

3. ξεκάρφωτος μτφ (λόγια):

ξεκάρφωτος

Παραδειγματικές φράσεις με ξεκάρφωτος

είμαι ξεκάρφωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский