Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ξεκαρφώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ξεκαρφώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ksɛkarˈfɔnɔ] VERB μεταβ (ξηλώνω)

ξεκαρφώνω

II . ξεκαρφώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский