Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ντύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ντύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈdinɔ] VERB μεταβ

1. ντύνω (άνθρωπο):

ντύνω

2. ντύνω (πολυθρόνα κτλ):

ντύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский