Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πένα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πένα [ˈpɛna] SUBST θηλ

1. πένα (από φτερό):

πένα
Feder θηλ
έχω γερή πένα μτφ

2. πένα (μεταλλική):

πένα

3. πένα (για κιθάρα):

πένα
Plektron ουδ
πένα
Plektrum ουδ

4. πένα (ζυμαρικό):

Penne πλ

Παραδειγματικές φράσεις με πένα

έχω γερή πένα μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский