Ελληνικά » Γερμανικά

II . μυστικ|ός [mistiˈkɔs] SUBST αρσ (αστυνόμος)

μυστικότητα [mistiˈkɔtita] SUBST θηλ

μυστικισμός [misticizˈmɔs] SUBST αρσ

μυστικιστής (μυστικίστρια) [misticisˈtis, mistiˈcistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

μυστηριακ|ός <-ή, -ό> [mistiriaˈkɔs] ΕΠΊΘ και μτφ

μυστηριώδ|ης <-ης, -ες> [mistiriˈɔðis] ΕΠΊΘ

1. μυστηριώδης (ακατανόητος, παράξενος):

2. μυστηριώδης (απόκρυφος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский