Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „μεριδιούχος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Hauptteilhaber(in) ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
κύριος μεριδιούχος αρσ (κύρια μεριδιούχος) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский