Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Hauptteilhaber“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Hauptteilhaber(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ)

Hauptteilhaber(in) ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Der Kaufmann Walser war von 1789 bis 1795 Hauptteilhaber der Firma Johannes Walser & Compagnie, die mit Textil- und Kolonialwaren handelte sowie Wechselgeschäfte tätigte.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Hauptteilhaber" σε άλλες γλώσσες

"Hauptteilhaber" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский