Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μερίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μερί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛˈrizɔ] VERB μεταβ

1. μερίζω (χωρίζω σε μερίδια):

μερίζω

2. μερίζω (διανέμω):

μερίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский