Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μερικώς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μερικώς [mɛriˈkɔs] ΕΠΊΡΡ

1. μερικώς (εν μέρει):

μερικώς

2. μερικώς (για εργασία):

απασχολείται μερικώς

Παραδειγματικές φράσεις με μερικώς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский