Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λάχει“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λάχει

λάχει s. λαχαίνω

Βλέπε και: λαχαίνω

I . λαχ|αίνω <-α> [laˈçɛnɔ] VERB μεταβ (συναντώ)

II . λαχ|αίνω <-α> [laˈçɛnɔ] VERB απρόσ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με λάχει

άμα λάχει

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский