Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμα [ˈama] ΣΎΝΔ

1. άμα (όταν: για συμβάν στο παρελθόν):

άμα
als

2. άμα (όταν: για συμβάν στο μέλλον):

άμα

3. άμα (εάν):

άμα

Παραδειγματικές φράσεις με άμα

άμα λάχει

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский