Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμάζευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμάζευτ|ος <-η, -ο> [aˈmazɛftɔs] ΕΠΊΘ

1. αμάζευτος (πράγματα):

αμάζευτος

2. αμάζευτος (φρούτα):

αμάζευτος

3. αμάζευτος (δωμάτιο):

αμάζευτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский