Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κόλπο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κόλπο [ˈkɔlpɔ] SUBST ουδ

2. κόλπο (ενέργεια, απόπειρα):

κόλπο
Coup αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κόλπο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский