Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυριεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυρι|εύω <-εψα [ή -ευσα], -εύτηκα, -ευμένος> [ciriˈɛvɔ] VERB μεταβ

1. κυριεύω (πόλη):

κυριεύω

2. κυριεύω μτφ (φόβος):

κυριεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский