Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυριλέ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κυριλέ [ciriˈlɛ] ΕΠΊΘ αμετάβλ

κυριλέ

II . κυριλέ [ciriˈlɛ]

κυριλέ
adv
κυριλέ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский