Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυρίαρχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κυρίαρχ|ος <-η, -ο> [ciˈriarxɔs] ΕΠΊΘ

1. κυρίαρχος (γενικά):

κυρίαρχος

2. κυρίαρχος (στη γενετική):

κυρίαρχος

II . κυρίαρχ|ος <-η, -ο> [ciˈriarxɔs] SUBST αρσ/θηλ (εξουσιαστής)

κυρίαρχος
Herrscher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский