Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυριαρχία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυριαρχία [ciriarˈçia] SUBST θηλ

1. κυριαρχία (εξουσία):

κυριαρχία
Herrschaft θηλ
θαλάσσια κυριαρχία
Seeherrschaft θηλ

2. κυριαρχία (δικαίωμα κράτους):

κυριαρχία
κυριαρχία
Hoheit θηλ
εθνική κυριαρχία
εθνική κυριαρχία
Staatshoheit θηλ
εδαφική κυριαρχία
Gebietshoheit θηλ
νομισματική κυριαρχία
νομισματική κυριαρχία

3. κυριαρχία (υπεροχή):

κυριαρχία
Vorherrschaft θηλ
κυριαρχία
Dominanz θηλ
έχω την κυριαρχία σε έναν τομέα
οικολογική κυριαρχία

Παραδειγματικές φράσεις με κυριαρχία

εδαφική κυριαρχία
νομισματική κυριαρχία
εθνική κυριαρχία
οικολογική κυριαρχία
θαλάσσια κυριαρχία
έχω την κυριαρχία σε έναν τομέα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский