Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταριέμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταρ|ιέμαι <-άστηκα, -αμένος> [kataˈri̯ɛmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

καταριέμαι
καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που …!

Παραδειγματικές φράσεις με καταριέμαι

καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που …!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский