Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατακραυγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατακραυγή [katakravˈji] SUBST θηλ (έντονη αγανάκτηση)

κατακραυγή
Entrüstung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский