Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατακόρυφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατακόρυφ|ος <-η, -ο> [kataˈkɔrifɔs] ΕΠΊΘ

1. κατακόρυφος (κάθετος):

κατακόρυφος
Normalkraft θηλ

2. κατακόρυφος (βράχος: απόκρημνος):

κατακόρυφος

Παραδειγματικές φράσεις με κατακόρυφος

κατακόρυφος σεισμογράφος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский