Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάκριση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάκρισ|η <-εις> [kaˈtakrisi] SUBST θηλ

1. κατάκριση (κατηγορία):

κατάκριση
Verurteilung θηλ

2. κατάκριση (αποδοκιμασία):

κατάκριση
Missbilligung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский