Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατακρίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατακρί|νω <-να, -θηκα> [kataˈkrinɔ] VERB μεταβ

1. κατακρίνω (κάνω κριτική):

κατακρίνω

2. κατακρίνω (κατηγορώ έντονα):

κατακρίνω

3. κατακρίνω (αποδοκιμάζω):

κατακρίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский