Ελληνικά » Γερμανικά

κατ|αβάλλω <-έβαλα, -αβλήθηκα, -αβλημένος> [kataˈvalɔ] VERB μεταβ

1. καταβάλλω (νικώ):

2. καταβάλλω (πληρώνω):

3. καταβάλλω (δαμάζω):

καταβολίτης [katavɔˈlitis] SUBST αρσ

I . κατάβαθα [kaˈtavaθa] ΕΠΊΡΡ (πάρα πολύ βαθιά)

II . κατάβαθα [kaˈtavaθa] SUBST ουδ πλ

καταβολή [katavɔˈli] SUBST θηλ

1. καταβολή (πληρωμή):

Zahlung θηλ

3. καταβολή (εξασθένιση):

καταβόθρα [kataˈvɔθra] SUBST θηλ

1. καταβόθρα (τεχνητός βόθρος):

Senkgrube θηλ

2. καταβόθρα (οχετός):

Abzugskanal αρσ

3. καταβόθρα μτφ (φαγάς):

Vielfraß αρσ

καταβολισμός [katavɔlizˈmɔs] SUBST αρσ

καταβρεχτήρι [katavrɛxˈtiri] SUBST ουδ

καταβολικ|ός <-ή, -ό> [katavɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ ΒΙΟΛ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский