Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καταβεβλημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καταβεβλημέν|ος <-η, -ο> [katavɛvliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

καταβεβλημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский