Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάδυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάδυσ|η <-εις> [kaˈtaðisi] SUBST θηλ

1. κατάδυση (γενικά):

κατάδυση
Untertauchen ουδ

2. κατάδυση (για δύτη/κολυμβητή):

κατάδυση
Tauchen ουδ
Tauchbecken ουδ

3. κατάδυση ΑΘΛ (κολυμπώντας):

κατάδυση

4. κατάδυση ΑΘΛ (από βατήρα):

κατάδυση
Turmspringen ουδ
κατάδυση
Kunstspringen ουδ
συγχρονισμένη κατάδυση

Παραδειγματικές φράσεις με κατάδυση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский