Ελληνικά » Γερμανικά

κακοποίησ|η <-εις> [kakɔˈpiisi] SUBST θηλ

κακοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kakɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. κακοποιώ (και άνθρωπο):

2. κακοποιώ (βιάζω):

κακομαθημέν|ος <-η, -ο> [kakɔmaθiˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (παιδί)

κακοπαθ|αίνω <-α, -ημένος> [kakɔpaˈθɛnɔ] VERB αμετάβ

κακοζωισμέν|ος <-η, -ο> [kakɔzɔizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский