Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθοδικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καθοδικ|ός <-ή, -ό> [kaθɔðiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. καθοδικός (προς το κέντρο της πόλης):

καθοδικός
der Strom αρσ in die Stadt

Παραδειγματικές φράσεις με καθοδικός

καθοδικός φωσφορισμός
καθοδικός σωλήνας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский