Ελληνικά » Γερμανικά

κύκλωμα [ˈciklɔma] SUBST ουδ

1. κύκλωμα (περικύκλωση):

κύκλωμα
Umkreisung θηλ

2. κύκλωμα ΗΛΕΚ:

κύκλωμα
Stromkreis αρσ
ανοδικό κύκλωμα
Anodenkreis αρσ
ανοιχτό κύκλωμα
γραμμικό κύκλωμα
επαγωγικό κύκλωμα
καθοδικό κύκλωμα
Kathodenkreis αρσ
ηλεκτρικό κύκλωμα
Stromkreis αρσ
μαγνητικό κύκλωμα
Magnetkreis αρσ
μαγνητικό κύκλωμα
ολοκληρωμένο κύκλωμα
ουδέτερο κύκλωμα (ο αγωγός)
Nullleitung θηλ
υβριδικό κύκλωμα

3. κύκλωμα μτφ (αφηρημένα):

κύκλωμα
Kreislauf αρσ
οικονομικό κύκλωμα
κύκλωμα (σπείρα) ουδ
Bande θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κύκλωμα

καθοδικό κύκλωμα
ουδέτερο κύκλωμα
ανοδικό κύκλωμα
μαγνητικό κύκλωμα
μονοσταθές κύκλωμα
ανοιχτό κύκλωμα
γραμμικό κύκλωμα
επαγωγικό κύκλωμα
ηλεκτρικό κύκλωμα
Stromkreis αρσ
υβριδικό κύκλωμα
οικονομικό κύκλωμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский