Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καθιστώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κα|θιστώ <-θιστάς, -τέστησα [ή -τάστησα], -ταστάθηκα, -ταστημένος> [kaθisˈtɔ] VERB μεταβ

1. καθιστώ (εγκαθιστώ):

καθιστώ

2. καθιστώ (κάνω):

καθιστώ

II . καθίσταμαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με καθιστώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский