Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρύψαλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρύψαλο [ˈθripsalɔ] SUBST ουδ

1. θρύψαλο (γενικά):

θρύψαλο
Bruchstück ουδ

2. θρύψαλο (από γυάλινο ή πήλινο σκεύος, πορσελάνης):

θρύψαλο
Scherbe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский