Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρυπτικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρυπτικότητα [θriptiˈkɔtita] SUBST θηλ

θρυπτικότητα
θρυπτικότητα
Brüchigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский