Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρύβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρύ|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ˈθrivɔ] VERB μεταβ

1. θρύβω (ευαίσθητο υλικό):

θρύβω

2. θρύβω (πήλινο σκεύος):

θρύβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский