Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρόμβωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρόμβωσ|η <-εις> [ˈθrɔɱvɔsi] SUBST θηλ

θρόμβωση
Thrombose θηλ
έχει θρόμβωση
έπαθε θρόμβωση

Παραδειγματικές φράσεις με θρόμβωση

έχει θρόμβωση
έπαθε θρόμβωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский