Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρονιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρονιάζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θrɔˈɲazɔ] VERB μεταβ οικ μτφ

θρονιάζω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με θρονιάζω

θρονιάζω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский