Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρυμματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρυμματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [θrimaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. θρυμματίζω (βάζο):

θρυμματίζω

2. θρυμματίζω (ψωμί):

θρυμματίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский