Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφοδιασμού“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισοζύγιο εφοδιασμού
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „εφοδιασμού“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

δικαίωμα ουδ εφοδιασμού
διακοπή θηλ εφοδιασμού
σύμβαση θηλ εφοδιασμού
αρτηρία θηλ εφοδιασμού
δίκτυο ουδ εφοδιασμού
σύμβαση θηλ εφοδιασμού
δικαίωμα ουδ εφοδιασμού
υποχρέωση θηλ εφοδιασμού
κρίση θηλ εφοδιασμού
διακοπή θηλ του εφοδιασμού
υποχρέωση θηλ αποκλειστικού εφοδιασμού
επιφύλαξη θηλ άμεσου εφοδιασμού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский