Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφοδιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφοδιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛfɔðiˈazɔ] VERB μεταβ

1. εφοδιάζω (προμηθεύω τα αναγκαία):

εφοδιάζω με

2. εφοδιάζω (εξοπλίζω):

εφοδιάζω με

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский