Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εφιαλτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εφιαλτικ|ός <-ή, -ό> [ɛfialtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εφιαλτικός (φοβερός: θέα, σκηνή):

εφιαλτικός

2. εφιαλτικός (αγωνιώδης):

εφιαλτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский